In love with a fairytale


Νοσταλγώ τα παιδικά καλοκαίρια. Πηγαίναμε με τους γονείς μου στον Πύργο Ευβοίας, όπου παραθέριζε ένα φιλικό τους ζευγάρι: η Meg και ο Michel με τον γιό τους τον James. Η Meg ήταν Αγγλίδα, αδερφή μίας πρώην φιλενάδας του πατέρα μου και πέρναγε τα μεσημέρια της στην παραλία για να πάρει κι άλλο κι άλλο κι άλλο χρώμα και ο Michel ήταν Γάλλος με ελληνικές καταβολές. Ο James ήταν ένα χρόνο μικρότερος μου.
Εγώ ήμουν τεσσάρων. Μίλαγα ευκολότερα τα αγγλικά από τα ελληνικά, περνούσα τα πρωινά μου στην παραλία παίζοντας με τα κουβαδάκια μου - ο Michel μου είχε μάθει να σκάβω βαθιά στην άμμο ωσότου να βρω νερό, και έπειτα να συνδέω τις δεξαμενές νερού με υπόγειους διαδρόμους. Το μαυρισμένο δέρμα της μαμάς μου μύριζε Coopertone και εγώ διασκέδαζα με το κοριτσάκι στο εντελώς 80s’ πλαστικό μπουκάλι όπου ένας σκύλος αποκάλυπτε τον πισινό του. Μάλλον γι’ αυτό φοβόμουν τα σκυλιά στην παραλία. Νόμιζα ότι θα μου τραβήξουν το μαγιώ…
Τα μεσημέρια γυρνάγαμε με τα πόδια και ποτίζαμε με το λάστιχο τον χωματόδρομο έξω από το σπίτι για να δροσίσουμε λίγο την ατμόσφαιρα. Τρώγαμε κάτω από τη συκιά όλοι μαζί και μετά ξαπλώναμε για siesta. Δεν κουνιόταν φύλλο και ακούγονταν μόνο τα τζιτζίκια. Η ζέστη όμως δεν ήταν αποπνικτική. Κοιμόμασταν οι δύο μας με τη μαμά σε ένα διπλό κρεβάτι με λευκά σεντόνια που μύριζαν πράσινο σαπούνι. Κλείναμε τα παντζούρια για να δροσίσει. Ο James πέρναγε όλο του το μεσημέρι εφευρίσκοντας δικαιολογίες εισβολής στο δωμάτιο μας για να με πάρει να παίξουμε. Τότε έμαθα ότι ο James ήταν υπερκινητικός, ότι τα παντζούρια στα χωριάτικα σπίτια ανοίγουν εύκολα από έξω, έβγαλα το πρώτο μου απόφθεγμα πως «τα αγόρια είναι απαίσια» και έκανα το ντεμπούτο μου στους μαραθώνιους γκρίνιας. Κάθε απόγευμα που η μαμά μου είχε σηκωθεί πριν από μένα και ο James έβρισκε ευκαιρία να μου χαλάσει την ησυχία ήμουν -όπως έλεγε η Meg- in a bad mood.
Όταν περνάω τώρα από ήσυχους – σχεδόν επαρχιακούς - δρόμους τα ζεστά μεσημέρια θυμάμαι τα ηλιοτρόπια που γύρναγαν να κοιτάξουν τον ήλιο, τις μικρές μαύρες πατούσες μου, να περιφέρομαι με τα κοντά εμπριμέ μου φουστανάκια στα λουλούδια του κήπου που μου έφταναν μέχρι το γόνατο – ίσως μέχρι πιο πάνω, θυμάμαι τον James που με πείραζε, με χτυπούσε, με τσίμπαγε, τη γλώσσα του που μίλαγε τα γαλλικά ροδάνι... Θυμάμαι τη φορά που πήρε υπό την προστασία του μία κάμπια και φρόντιζε το κουκούλι της επί βδομάδες, το ύφος του όταν έγινε πεταλούδα και πώς με είχε βάλει να παρατηρώ όλες τις πεταλούδες του απογεύματος μήπως και την αναγνωρίσουμε! Το φρέσκο ψωμί από το φούρνο που ψωνίζαμε τα πρωινά με τον Michel και τα ζεστά βράδια που έμενα με ανοιχτά μάτια για ώρες παρατηρώντας τις σκιές, την ώρα που ο James δίπλα μου γονατιστός μπρούμυτα κουνιόταν νευρικά μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Οι μεγάλοι έξω παίζανε scrabble πίνοντας μπύρες.
Ο James είναι τώρα ένας γοητευτικός metrosexual Γάλλος, που κυκλοφορεί ξανθιές ανορεξικές γκόμενες στα Vip της Champs Elysees, ασχολείται με την ιππασία και το άλογο του το λένε Andrien. Φοράει περισσότερες κρέμες ημέρας από μένα και δηλώνει εντυπωσιασμένος που μιλάει πλέον και η δική μου γλώσσα τα γαλλικά ροδάνι. Οι γονείς μας μάς βγάζουν ηλίθιες φωτογραφίες - φόρο τιμής σ' αυτά που τράβηξαν από τα ξανθά πιτσιρίκια - που δηλώνουν πως τα χρόνια περνούν κι εμείς δεν είμαστε πια ούτε ξανθά ούτε πιτσιρίκια. Η προτελευταία φωτογραφία που έχουμε με τον James είναι στην παραλία όπου εκείνος οκλαδόν στην άμμο έχει παραχώσει στο στόμα του ένα φτυάρι ενώ, εγώ με ασορτί γαλάζιο μονοκίνι και καπέλο με φουρό, τον αγνοώ επιδεικτικά πιπιλώντας τον αντίχειρά μου. Στην τελευταία είμαστε στο Παρίσι, μπροστά από την παραδοσιακή πρωτοχρονιάτικη γαλλική roi et rene τάρτα, φοράμε χάρτινα στέμματα βασιλικού ζεύγους και απορούμε συνομωτικά αν ποτέ θα αποκτήσουμε μία κοινή μη γελοία φωτογραφία. Κάνε πως πας για ύπνο και σε μισή ώρα να είσαι έτοιμη να βγούμε, θα σου κάνω αναπάντητη, μου σφυρίζει λέγοντας στην Meg και τον Μichel μία μακρόσυρτη και βαριεστημένη Bonnuit … Σκέφτομαι πόσο διαφορετικοί είμαστε με τον James πια. Πώς εγώ δεν συνηθίζω να το σκάω από το σπίτι για να βγω, πως δεν με συγκινούν τα VIP clubs – ούτε καν τα παριζιάνικα – πως δεν θεωρώ αστείο να μπαίνω σε αυτοκίνητα μεθυσμένων συνομήλικων φίλων μου που δεν έχουν δίπλωμα και πως σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να κοιμάμαι με αυτή την άγευστη μισοριξιά με το πλατινέ που τρώει iceberg sans le sauce μήπως χάσει ακόμη μισό γραμμάριο. O James όμως είναι ο παιδικός μου φίλος, πρωταγωνιστεί στις πρώτες μου αναμνήσεις, είναι το πρώτο αγόρι που έκανα παρέα, όταν ήμασταν και οι δύο ακόμη μοναχοπαίδια, όταν οι γονείς μας ήταν ακόμη 30, όταν ο ήλιος δεν έκαιγε και όταν δεν είχαν ακόμη μπει τα ‘90s…
Άμα λοιπόν θέλει αυτός ο κούκλος Γάλλος με τα μακριά φρεσκολουσμένα σαντρέ μαλλιά που μοσχοβολάνε kerastace, τη σταρένια επιδερμίδα, τα μυτερά στυλάτα παπούτσια, το Gucci ρολόι και το μαργαριταρένιο χαμόγελο να με κυκλοφορεί στα Παρίσια του δίνω το δικαίωμα και ας μην έχει πιθανότητες να γίνει κολλητός μου. Αφενός έχω φάει τόσο ξύλο από την πάρτη του που κατά κάποιο τρόπο μου το «χρωστάει», και αφετέρου… ποιός Έλληνας άντρας θα με ρώταγε με ύφος 100% νορμάλ, αν είμαι vegetarian? Γιατί αν είσαι, μπορείς να παραγγείλεις τις fajitas σου seul du poulet..
Και φυσικά πληρώνει. Ξέρω πως δεν πρόκειται να τον ερωτευτώ με τίποτα αλλά είναι Γάλλος και είναι φίλος μου.

Clem x

ΥΓ. Και όλα αυτά, γιατί τώρα συνειδητοποίησα το σκάλωμα με το Νορβηγό Alexander. Φέρνει στον James. Πολύ...

0 comments:

Post a Comment

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...